- κατασκευασμός
- κατασκευασμόςcontrinancemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατασκευασμός — κατασκευασμός, ὁ (Α) [κατασκευάζω] επινόημα, εφεύρημα («κατασκευασμὸς ὑπὲρ τοῡ λαθεῑν τόνδε τὸν νόμον τεθέντα», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek
κατασκευασμοῦ — κατασκευασμός contrinance masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)